τριττύαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[τρικτύαρχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους<br /><b>2.</b> ο [[τριβούνος]] του ρωμαϊκού κράτους<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] του στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριττύς]] / [[τρικτύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
|mltxt=και δ. γρφ. [[τρικτύαρχος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους<br /><b>2.</b> ο [[τριβούνος]] του ρωμαϊκού κράτους<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] του στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριττύς]] / [[τρικτύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Anführer]], [[Vorsteher]] einer [[τριττύς]]</i>, Poll.
}}
}}

Revision as of 17:04, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριττῠαρχος Medium diacritics: τριττύαρχος Low diacritics: τριττύαρχος Capitals: ΤΡΙΤΤΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: trittýarchos Transliteration B: trittyarchos Transliteration C: trittyarchos Beta Code: trittu/arxos

English (LSJ)

ὁ, chief of a τριττύς III, IG22.641.31 (iii B. C.), Poll.8.109; = tribunus, D.H.2.7; of an officer in the army, Lib.Or.25.58; τριττυάρχης, EM768.13.

Greek (Liddell-Scott)

τριττύαρχος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τριττύος (ΙΙΙ), Πολυδ., Θ΄, 109· τριττυάρχης, παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 768, 13 «τριττυάρχης, ὁ ἄρχων τῆς τριττύος».

Greek Monolingual

και δ. γρφ. τρικτύαρχος, ὁ, Α
1. ο επικεφαλής τριττύος του αθηναϊκού κράτους
2. ο τριβούνος του ρωμαϊκού κράτους
3. αξιωματικός του στρατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς + -αρχος].

German (Pape)

ὁ, Anführer, Vorsteher einer τριττύς, Poll.