ἀντεπίρρημα: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντεπίρρημα]], το (Α)<br />[[τμήμα]] της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το [[επίρρημα]] ([[συνήθως]] σε τροχαϊκούς τετραμέτρους [[μετά]] την [[παράβαση]]). | |mltxt=[[ἀντεπίρρημα]], το (Α)<br />[[τμήμα]] της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το [[επίρρημα]] ([[συνήθως]] σε τροχαϊκούς τετραμέτρους [[μετά]] την [[παράβαση]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>der dem [[ἐπίρρημα]] entsprechende [[Teil]] eines Chorgesangs</i>, Poll. 4.112. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, antepirrhema, counter-epirrhema, Heph.Poeëm.8.2, Poll.4.112; v. ἐπίρρημα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
antepirrema parte de la parábasis de la comedia, Heph.Poëm.8.2, cf. Poll.4.112.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπίρρημα: ατος τό антэпиррема (в староатт. комедии - второе заключит. слово, следовавшее вместе с эпирремой после парабазы).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπίρρημα: τό, Πολυδ. Δ΄, 112∙ ἴδε ἐν λ. ἐπίρρημα.
Greek Monolingual
ἀντεπίρρημα, το (Α)
τμήμα της αρχαίας κωμωδίας, το οποίο ακολουθεί το επίρρημα (συνήθως σε τροχαϊκούς τετραμέτρους μετά την παράβαση).
German (Pape)
τό, der dem ἐπίρρημα entsprechende Teil eines Chorgesangs, Poll. 4.112.