Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιχανοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(23)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λιχανοειδής
|Medium diacritics=λιχανοειδής
|Low diacritics=λιχανοειδής
|Capitals=ΛΙΧΑΝΟΕΙΔΗΣ
|Transliteration A=lichanoeidḗs
|Transliteration B=lichanoeidēs
|Transliteration C=lichanoeidis
|Beta Code=lixanoeidh/s
|Definition=[[τόπος]], ὁ, [[locus]] of the [[λίχανος]] II, Aristox. ''Harm.'' p. 26 M.; ὁ λ. [[φθόγγος]] the highest note of a [[πυκνόν]], Bacch. ''Harm.'' 43, cf. Aristid.Quint. 1.6.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιχανοειδής]], -ές (Α) [[λιχανός]]<br /><b>φρ.</b> α) «[[λιχανοειδής]] [[τόπος]]» — το [[σημείο]] της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο [[λιχανός]]. ο [[δείκτης]] του χεριού<br />β) «[[λιχανοειδής]] [[φθόγγος]]» — ο υψηλότερος [[φθόγγος]] του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη [[μουσική]].
|mltxt=[[λιχανοειδής]], -ές (Α) [[λιχανός]]<br /><b>φρ.</b> α) «[[λιχανοειδής]] [[τόπος]]» — το [[σημείο]] της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο [[λιχανός]]. ο [[δείκτης]] του χεριού<br />β) «[[λιχανοειδής]] [[φθόγγος]]» — ο υψηλότερος [[φθόγγος]] του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη [[μουσική]].
}}
{{pape
|ptext=s. s.v. [[λιχανός]].
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχανοειδής Medium diacritics: λιχανοειδής Low diacritics: λιχανοειδής Capitals: ΛΙΧΑΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: lichanoeidḗs Transliteration B: lichanoeidēs Transliteration C: lichanoeidis Beta Code: lixanoeidh/s

English (LSJ)

τόπος, ὁ, locus of the λίχανος II, Aristox. Harm. p. 26 M.; ὁ λ. φθόγγος the highest note of a πυκνόν, Bacch. Harm. 43, cf. Aristid.Quint. 1.6.

Greek Monolingual

λιχανοειδής, -ές (Α) λιχανός
φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» — το σημείο της λύρας ή της κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός. ο δείκτης του χεριού
β) «λιχανοειδής φθόγγος» — ο υψηλότερος φθόγγος του πυκνού, δηλ. του μικρού διαλείμματος στη μουσική.

German (Pape)

s. s.v. λιχανός.