μακροημερεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(6_8)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μακροημερεύω''': ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.
|lstext='''μακροημερεύω''': ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[μακροημερεύω]] [[μακροήμερος]]<br />ζω [[πολλά]] [[χρόνια]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[μακροζωία]]<br /><b>2.</b> [[καθυστερώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> παρατείνομαι, [[χρονίζω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[lange]] [[leben]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:07, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

μακροημερεύω: ζῶ πολλὰ ἔτη, Ἑβδ. (Δευτ. Ε΄, 33, Κριτ. Β΄, 7, Σειρ. Γ΄, 6), Ἰω. Χρυσ. Λειτουργ., κτλ.

Greek Monolingual

(AM μακροημερεύω μακροήμερος
ζω πολλά χρόνια
μσν.
1. (μτβ.) δίνω μακροζωία
2. καθυστερώ κάποιον
3. παρατείνομαι, χρονίζω.

German (Pape)

lange leben, Sp.