ἑτοιμόρροπος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτοιμόρροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[είναι]] [[έτοιμος]] να πέσει («ετοιμόρροπο [[κτήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) ο [[έτοιμος]] να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο [[κράτος]], ετοιμόρροπη [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) ο [[ετοιμοθάνατος]], ο [[μεγάλης]] ηλικίας ή επισφαλούς υγείας [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αμφίρροπος]], [[ανισόρροπος]]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτοιμόρροπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[κλίση]] [[προς]] τα [[κάτω]] και [[είναι]] [[έτοιμος]] να πέσει («ετοιμόρροπο [[κτήριο]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) ο [[έτοιμος]] να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο [[κράτος]], ετοιμόρροπη [[επιχείρηση]]»)<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) ο [[ετοιμοθάνατος]], ο [[μεγάλης]] ηλικίας ή επισφαλούς υγείας [[άνθρωπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αμφίρροπος]], [[ανισόρροπος]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>sich [[leicht]] [[wohin]] [[neigend]], [[geneigt]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:07, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμόρροπος: -ον, ὁ ἑτοίμως ῥέπων πρὸς τὰ κάτω, κεκλιμένος καὶ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, Νικήτ. Χρον. 95D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτοιμόρροπος, -ον)
αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο»)
νεοελλ.
μτφ.
1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση»)
2. (για ανθρώπους) ο ετοιμοθάνατος, ο μεγάλης ηλικίας ή επισφαλούς υγείας άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -ροπος (< ρέπω), πρβλ. αμφίρροπος, ανισόρροπος].