τρισαριστεύς: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που αρίστευσε [[τρεις]] φορές, που πήρε [[τρεις]] φορές το [[αριστείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριστεύς]] «[[άριστος]], διακεκριμένος»].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που αρίστευσε [[τρεις]] φορές, που πήρε [[τρεις]] φορές το [[αριστείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριστεύς]] «[[άριστος]], διακεκριμένος»].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[dreimal]] der [[Erste]], [[Vorzüglichste]], [[dreimal]] [[Sieger]]</i>, Hermogen. <i>stas</i>. 1 p. 4.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσᾰριστεύς Medium diacritics: τρισαριστεύς Low diacritics: τρισαριστεύς Capitals: ΤΡΙΣΑΡΙΣΤΕΥΣ
Transliteration A: trisaristeús Transliteration B: trisaristeus Transliteration C: trisaristeys Beta Code: trisaristeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, thrice-conqueror, Hermog.Stat.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

τρισᾰριστεύς: έως, ὁ, ὁ τρὶς ἀριστεύσας, τρεῖς φορὰς λαβὼν τὸ ἀριστεῖον, Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 4, κλπ.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
αυτός που αρίστευσε τρεις φορές, που πήρε τρεις φορές το αριστείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ἀριστεύς «άριστος, διακεκριμένος»].

German (Pape)

ὁ, dreimal der Erste, Vorzüglichste, dreimal Sieger, Hermogen. stas. 1 p. 4.