ἀδιάπνευστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάπνευστος''': -ον, ([[διαπνέω]]) ὁ μὴ διαπνεόμενος, Γαλην. 10. σ. 251· ὁ μὴ ἐξατμιζόμενος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 39. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἄνευ]] ἀναπνοῆς, [[ἀδιάκοπος]], «[[χωρίς]] νὰ πάρῃ ἀνάσα», Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 188.
|lstext='''ἀδιάπνευστος''': -ον, ([[διαπνέω]]) ὁ μὴ διαπνεόμενος, Γαλην. 10. σ. 251· ὁ μὴ ἐξατμιζόμενος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 39. ΙΙ. ἐνεργ., [[ἄνευ]] ἀναπνοῆς, [[ἀδιάκοπος]], «[[χωρίς]] νὰ πάρῃ ἀνάσα», Ἰαμβλ. [[βίος]] Πυθ. 188.
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>nicht [[ausdünstend]]</i>, Theophr.<br><b class="num">2</b> <i>ohne [[dazwischen]] Atem zu [[holen]], [[ununterbrochen]]</i>, Iambl.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάπνευστος Medium diacritics: ἀδιάπνευστος Low diacritics: αδιάπνευστος Capitals: ΑΔΙΑΠΝΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: adiápneustos Transliteration B: adiapneustos Transliteration C: adiapnefstos Beta Code: a)dia/pneustos

English (LSJ)

ον, (διαπνέω) A not ventilated, Gal.10.745; air-tight, Asclep. ap. eund.13.159. II Act., without drawing breath, Iamb.VP31.188.

Spanish (DGE)

-ον
1 no aireado, no ventilado τὰ σώματα Gal.10.745, κλῆμα Gp.5.8.3, οἶνος νέος Sm.Ib.32.19
del aire encerrado, comprimido, viciado Asclep. en Gal.13.159
fig. de la fuerza en el cuerpo, Gr.Nyss.Bas.123.17.
2 fig. que ni siquiera respira, que no descansa ἀ. περὶ τὰ δυσληπτότατα τῶν θεωρημάτων Iambl.VP 188.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάπνευστος: -ον, (διαπνέω) ὁ μὴ διαπνεόμενος, Γαλην. 10. σ. 251· ὁ μὴ ἐξατμιζόμενος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 39. ΙΙ. ἐνεργ., ἄνευ ἀναπνοῆς, ἀδιάκοπος, «χωρίς νὰ πάρῃ ἀνάσα», Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 188.

German (Pape)

1 nicht ausdünstend, Theophr.
2 ohne dazwischen Atem zu holen, ununterbrochen, Iambl.