σφενδονιστής: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, NA [[σφενδονίζω]]<br />[[στρατιώτης]] τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με [[σφενδόνη]].
|mltxt=ο, NA [[σφενδονίζω]]<br />[[στρατιώτης]] τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με [[σφενδόνη]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[σφενδονίτης]], <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονιστής Medium diacritics: σφενδονιστής Low diacritics: σφενδονιστής Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphendonistḗs Transliteration B: sphendonistēs Transliteration C: sfendonistis Beta Code: sfendonisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, = -ήτης, Them.Or.11.152c.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονιστής: -ίτης, συχνὴ διάφορ. γραφὴ ἀντὶ σφενδονήτης.

Greek Monolingual

ο, NA σφενδονίζω
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων οπλισμένος με σφενδόνη.

German (Pape)

ὁ, = σφενδονίτης, LXX.