τρικυλίνδητος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τρικαλίνδητος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει περιστραφεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυλίνδομαι</i> / <i>κυλινδοῦμαι</i> «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»].
|mltxt=και [[τρικαλίνδητος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει περιστραφεί [[τρεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυλίνδομαι</i> / <i>κυλινδοῦμαι</i> «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]], d.i. sehr, viel [[gewälzt]]</i>, auch [[τρικαλίνδητος]], <i>EM</i>.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκῠλίνδητος Medium diacritics: τρικυλίνδητος Low diacritics: τρικυλίνδητος Capitals: ΤΡΙΚΥΛΙΝΔΗΤΟΣ
Transliteration A: trikylíndētos Transliteration B: trikylindētos Transliteration C: trikylinditos Beta Code: trikuli/ndhtos

English (LSJ)

ον, thrice-rolled, gloss on τρικαλίνδητος, EM766.22, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκῠλίνδητος: -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· ὡσαύτως τρικαλίνδητος, Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ.

Greek Monolingual

και τρικαλίνδητος, -ον, Α
αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»].

German (Pape)

dreimal, d.i. sehr, viel gewälzt, auch τρικαλίνδητος, EM.