συνεπιθυμητής: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συνεπιθυμητής -οῦ, ὁ [συνεπιθυμέω] iemand met dezelfde verlangens. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]]. | |mltxt=ὁ, Α [[συνεπιθυμῶ]]<br />αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[θῡ], ὁ, <i>der mit od. [[zugleich]] [[verlangt]]</i>; Plat. <i>Clitoph</i>. 408c; Poll. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one of the same desires, Pl.Clit.408c.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεπιθυμητής -οῦ, ὁ [συνεπιθυμέω] iemand met dezelfde verlangens.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιθῡμητής: οῦ ὁ питающий те же стремления, т. е. сотоварищ (οἱ ἡλικιῶται καὶ συνεπιθυμηταί Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιθῡμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεπιθυμῶν, ὁ τὸ αὐτὸ ἐπιθυμῶν, συνεραστής, Πλάτ. Κλειτοφ. 480D.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνεπιθυμῶ
αυτός που έχει τις ίδιες επιθυμίες με κάποιον άλλο.
German (Pape)
[θῡ], ὁ, der mit od. zugleich verlangt; Plat. Clitoph. 408c; Poll.