νυκταλωπίασις: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκταλωπίασις]], ἡ (Α) [[νυκταλωπιώ]]<br />[[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη [[διάρκεια]] της νύχτας. | |mltxt=[[νυκταλωπίασις]], ἡ (Α) [[νυκταλωπιώ]]<br />[[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη [[διάρκεια]] της νύχτας. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ιᾱ], ἡ, = [[νυκταλωπία]], sp. Medic. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, night-blindness, Orib.Eup.4.18.3.
Greek Monolingual
νυκταλωπίασις, ἡ (Α) νυκταλωπιώ
πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη διάρκεια της νύχτας.
German (Pape)
[ιᾱ], ἡ, = νυκταλωπία, sp. Medic.