νυκταλωπίασις: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκταλωπίασις]], ἡ (Α) [[νυκταλωπιώ]]<br />[[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη [[διάρκεια]] της νύχτας.
|mltxt=[[νυκταλωπίασις]], ἡ (Α) [[νυκταλωπιώ]]<br />[[πάθηση]] [[κατά]] την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη [[διάρκεια]] της νύχτας.
}}
{{pape
|ptext=[ιᾱ], ἡ, = [[νυκταλωπία]], sp. Medic.
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτᾰλωπίασις Medium diacritics: νυκταλωπίασις Low diacritics: νυκταλωπίασις Capitals: ΝΥΚΤΑΛΩΠΙΑΣΙΣ
Transliteration A: nyktalōpíasis Transliteration B: nyktalōpiasis Transliteration C: nyktalopiasis Beta Code: nuktalwpi/asis

English (LSJ)

εως, ἡ, night-blindness, Orib.Eup.4.18.3.

Greek Monolingual

νυκταλωπίασις, ἡ (Α) νυκταλωπιώ
πάθηση κατά την οποία εξασθενεί η όραση του ασθενούς στη διάρκεια της νύχτας.

German (Pape)

[ιᾱ], ἡ, = νυκταλωπία, sp. Medic.