συνεπισκέπτομαι: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους. | |mltxt=Α [[ἐπισκέπτομαι]]<br />[[επισκοπώ]], [[εξετάζω]] προσεκτικά [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=dep. med., = [[συνεπισκοπέω]], nur fut. und aor.; συνεπίσκεψαι μετ' [[ἐμοῦ]], Plat. <i>Crat</i>. 422c; <i>Apol</i>. 27a und [[öfter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 24 November 2022
English (LSJ)
non-Attic pres. for συνεπισκοπέω.
French (Bailly abrégé)
examiner en même temps ou avec.
Étymologie: σύν, ἐπισκέπτομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνεπισκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать (ἐκ τῶν ἀπορουμένων λόγων Arst.; τί τινι и τι μετά τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπισκέπτομαι: συνυπολογίζω, συναριθμῶ, λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, τὴν φυλὴν Λευὶ οὐ συνεπισκέψῃ, καὶ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν οὐ λήψῃ ἐν μέσῳ υἱῶν Ἰσραὴλ Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 49)· οὐ συνεπεσκέπησαν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ αὐτόθι Α΄, 47, ἴδε συνεπισκοπέω ἐν τέλει.
Greek Monolingual
Α ἐπισκέπτομαι
επισκοπώ, εξετάζω προσεκτικά κάτι μαζί με άλλους.
German (Pape)
dep. med., = συνεπισκοπέω, nur fut. und aor.; συνεπίσκεψαι μετ' ἐμοῦ, Plat. Crat. 422c; Apol. 27a und öfter.