Καρικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Κᾱρικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[карийский]]: Καρικὴ [[μοῦσα]] Plat. и Καρικὸν [[αὔλημα]] Arph. погребальная песнь (какую пели карийские флейтисты);<br /><b class="num">2)</b> достойный карийца, т. е. плохой, жалкий (τράγοι Soph.).
|elrutext='''Κᾱρικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[карийский]]: Καρικὴ [[μοῦσα]] Plat. и Καρικὸν [[αὔλημα]] Arph. погребальная песнь (какую пели карийские флейтисты);<br /><b class="num">2</b> достойный карийца, т. е. плохой, жалкий (τράγοι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κᾱρικός Medium diacritics: Καρικός Low diacritics: Καρικός Capitals: ΚΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Karikós Transliteration B: Karikos Transliteration C: Karikos Beta Code: *kariko/s

English (LSJ)

ή, όν, Carian, A λόφος Alc.22, cf. Hdt.1.171, al.; used for εὐτελής, worthless, κ. τράγοι S.Fr.540. II Κ. ἔλαιον a kind of salve, Ophel.5; Κ. φάρμακον Hp.Ulc.16. III Καρικὴ μοῦσα funeral song, dirge, Pl.Lg.800e; Κ. αὐλήματα Ar.Ra.1302; Κ. μέλος Pl.Com.69.12 (dub. l.). IV Καρική (καρίκη cod.)· ἀσύνθετος (leg. ἀσύνετος) , καὶ ἄμπελος, Hsch. V Καρικόν, τό, Carian quarter in Memphis, PSI4.409.21 (iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Carie ou de Carien.
Étymologie: Κάρ.

Russian (Dvoretsky)

Κᾱρικός:
1 карийский: Καρικὴ μοῦσα Plat. и Καρικὸν αὔλημα Arph. погребальная песнь (какую пели карийские флейтисты);
2 достойный карийца, т. е. плохой, жалкий (τράγοι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

Κᾱρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν· εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον σχῆμα αἰσχρόν», προσέτι: «Καρικοὶ τράγοι· ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, εἶδος ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, εἶδος ἐπικήδειου ὕμνου, θρῆνος, Πλάτ. Νόμ. 800 Ε· οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302· μέλος ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις κορίσκη Καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ μέλη· ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».

Greek Monotonic

Κᾱρικός: -ή, -όν, Καρικός, σε Σοφ.· Κ. αὐλήματα, θρήνοι, μοιρολόγια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Κᾱρικός, ή, όν
Carian, Soph.; Κ. αὐλήματα dirges, Ar.

English (Woodhouse)

Carian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)