Πιττακός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(32)
 
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολιτικός]] [[ηγέτης]] τών Μυτιληναίων, [[νομοθέτης]] και [[ένας]] από τους [[επτά]] σοφούς της ελληνικής παράδοσης, ο [[οποίος]] έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο ως [[στρατιωτικός]] [[ηγέτης]] στον μακροχρόνιο πόλεμο τών συμπατριωτών του με τους Αθηναίους που πολεμούσαν για το Σίγειο και είχαν επικεφαλής τους τον [[ολυμπιονίκη]] Φρύνωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. (<b>βλ. λ.</b> [[πιττάκιον]])].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολιτικός]] [[ηγέτης]] τών Μυτιληναίων, [[νομοθέτης]] και [[ένας]] από τους [[επτά]] σοφούς της ελληνικής παράδοσης, ο [[οποίος]] έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο ως [[στρατιωτικός]] [[ηγέτης]] στον μακροχρόνιο πόλεμο τών συμπατριωτών του με τους Αθηναίους που πολεμούσαν για το Σίγειο και είχαν επικεφαλής τους τον [[ολυμπιονίκη]] Φρύνωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ. (<b>βλ. λ.</b> [[πιττάκιον]])].
}}
{{elru
|elrutext='''Πιττᾰκός:''' ὁ Питтак<br /><b class="num">1</b> уроженец Митилены на Лесбосе, вождь митиленской народной партии, политический противник Алкея, один из «[[семи мудрецов]]», VII-VI вв. до н. э. Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> царь эдонов Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 13:42, 25 November 2022

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αρχ.
πολιτικός ηγέτης τών Μυτιληναίων, νομοθέτης και ένας από τους επτά σοφούς της ελληνικής παράδοσης, ο οποίος έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο ως στρατιωτικός ηγέτης στον μακροχρόνιο πόλεμο τών συμπατριωτών του με τους Αθηναίους που πολεμούσαν για το Σίγειο και είχαν επικεφαλής τους τον ολυμπιονίκη Φρύνωνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. (βλ. λ. πιττάκιον)].

Russian (Dvoretsky)

Πιττᾰκός: ὁ Питтак
1 уроженец Митилены на Лесбосе, вождь митиленской народной партии, политический противник Алкея, один из «семи мудрецов», VII-VI вв. до н. э. Plat., Arst., Plut.;
2 царь эдонов Thuc.