λάσανον: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λάσᾰνον:''' (λᾰ) τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''λάσᾰνον:''' (λᾰ) τό<br /><b class="num">1</b> pl. [[кухонная тренога]] Arph.;<br /><b class="num">2</b> тж. pl. [[стульчак]] Arph., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 25 November 2022
German (Pape)
[Seite 17] τό, 1) nach B. A. 106 μαγειρικὸς βαῦνος, ein Rost, worauf die Köche den Kochtopf oder die Bratpfanne setzen, Dreifuß, sonst χυτρόπους, Ar. Pax 893; VLL. – 2) nach B. A. 51 ἐφ' ᾡ ἀποπατοῦμεν, Nachtstuhl, Nachtgeschirr, Bass. 3 (XI, 74); Comic. in VLL., die es von λάσιος ableiten, wie Hesych. λάσανα, τὰ ὀπίσθια τῶν μηρῶν ἀπὸ τῆς δασύτητος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
chaise percée, pot de chambre.
Étymologie: DELG nom d'instrument en -ανον, mais λασ- ?
Par. ἀμίς, προχοΐς.
Greek Monolingual
λάσανον, τὸ (Α)
1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα
τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα
2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρανον, τρύπανον). Έχει αναχθεί σε ινδ. ρίζα lndh- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. randh- «μαγειρεύω» και αρχ. πρωσ. landan «φαγητό, έδεσμα». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο θέμα του η παρουσία του -σ-].
Russian (Dvoretsky)
λάσᾰνον: (λᾰ) τό
1 pl. кухонная тренога Arph.;
2 тж. pl. стульчак Arph., Anth.