ἀναριθμέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνᾰριθμέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пересчитывать]], [[перечислять]] Dem.;<br /><b class="num">2)</b> [[вновь обдумывать]] (τὰ λεχθέντα καθ᾽ ἑαυτόν Plat.).
|elrutext='''ἀνᾰριθμέομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[пересчитывать]], [[перечислять]] Dem.;<br /><b class="num">2</b> [[вновь обдумывать]] (τὰ λεχθέντα καθ᾽ ἑαυτόν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾰριθμέομαι Medium diacritics: ἀναριθμέομαι Low diacritics: αναριθμέομαι Capitals: ΑΝΑΡΙΘΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anarithméomai Transliteration B: anarithmeomai Transliteration C: anarithmeomai Beta Code: a)nariqme/omai

English (LSJ)

Med., A reckon up, enumerate, D.19.18. II reconsider, Pl.Ax.372a:—Act., D.C.36.25.

Spanish (DGE)

1 recapitular (πάντα τἀληθῆ) ἐκ τῶν πρώτων ἐλπίδων D.19.18
contar a su vez τὰς στρατείας ἃς ἐστράτευμαι D.C.36.25.5.
2 medir πυροῦ ἀνηριθμημένου (ἀρτάβας) ρ PGrenf.2.23.14 (II a.C.).
3 reconsiderar τὰ λεχθέντα Pl.Ax.372a.

Russian (Dvoretsky)

ἀνᾰριθμέομαι:
1 пересчитывать, перечислять Dem.;
2 вновь обдумывать (τὰ λεχθέντα καθ᾽ ἑαυτόν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾰριθμέομαι: μέσ., ἀπαριθμῶ, Δημ. 346. 20. ΙΙ. ἀναθεωρῶ, ἀναλογίζομαι, νυνὶ δὲ ἠρέμα κατ’ ἐμαυτὸν ἀναριθμήσομαι τὰ λεχθέντα Πλάτ. Ἀξ. 372Β. - Τὸ ἐνεργ. ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Δίωνος Κασ. (36, 18): ἂν τοὺς κινδύνους .. ἀναριθμήσητε.

Greek Monotonic

ἀνᾰριθμέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ., απαριθμώ, καταμετρώ, σε Δημ.

Middle Liddell

Mid. to enumerate, Dem.