Πιτάνη: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />Pitanè :<br /><b>1</b> ville de Mysie;<br /><b>2</b> bourg de Laconie.<br />'''Étymologie:'''.
|btext=ης (ἡ) :<br />Pitanè :<br /><b>1</b> [[ville de Mysie]];<br /><b>2</b> bourg de Laconie.<br />'''Étymologie:'''.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:35, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πῐτάνη Medium diacritics: Πιτάνη Low diacritics: Πιτάνη Capitals: ΠΙΤΑΝΗ
Transliteration A: Pitánē Transliteration B: Pitanē Transliteration C: Pitani Beta Code: *pita/nh

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. Πιτά-να, ἡ, one of the κῶμαι of Sparta, Pi.O.6.28, Hdt.3.55, etc.: τοῦ Πιτανητέων λόχου, a battalion of the Spartan army, Id.9.53 codd. (leg. Πιτανήτεω) ; τὸν Πιτανήτην λ. ibid., Th.1.20. II a place in Aeolis, Alc.114.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
Pitanè :
1 ville de Mysie;
2 bourg de Laconie.
Étymologie:.

Russian (Dvoretsky)

Πῐτάνη: дор. Πῐτάνα (τᾰ) ἡ Питана
1 город в Мисии Her., Plut.;
2 один из пяти округов - κῶμαι - Спарты Her.

Greek (Liddell-Scott)

Πῐτάνη: [ᾰ], Δωρ. -νᾱ, ἡ, τόπος ἐν τῇ Λακωνικῇ, Ἡρόδ. 3. 55, Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.· ― ὁ Πιτανητέων λόχος, λόχος τις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, Ἡρόδ. 9. 53· περὶ τοῦ Πιτανάτου λ. παρὰ Θουκ. 1. 20, ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς. ΙΙ. ὡς προσηγορ. πιτάνη, ἡ, λόχος ἐξ ἀνδρῶν 600 περίπου ἀποτελῶν τὸ δέκατον περίπου μέρος Ρωμαϊκῆς λεγεῶνος, Ἐπιγρ. Σικελ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5501.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, Α δωρ. τ. Πιτάνα
αρχ.
1. μία από τις 12 αιολικές πόλεις της Μικράς Ασίας στα βορειοανατολικά της Φώκαιας
2. μία από τις πόλεις της Λακωνικής κοντά στον Ευρώτα
αρχ.
(ως προσηγορικό) (στη Σπάρτη) λόχος από 600 περίπου άνδρες, ο οποίος αντιστοιχούσε με το 1/10 περίπου της ρωμαϊκής λεγεώνας.

Greek Monotonic

Πῐτάνη: [ᾰ], Δωρ. -να, ἡ, μέρος στη Λακωνία, σε Ηρόδ.· ὁ Πιτανητέων λόχος, λόχος, σώμα του σπαρτιατικού στρατού, στον ίδ.

Middle Liddell

Πῐτᾰ́νη, δοριξ -να, ἡ,
a place in Laconia, Hdt.