εὐδαιμονισμός: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de regarder comme heureux;<br /><b>2</b> faveur de la fortune, bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[εὐδαιμονίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[action de regarder comme heureux]];<br /><b>2</b> faveur de la fortune, bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[εὐδαιμονίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:55, 28 November 2022
English (LSJ)
ὁ, thinking or calling happy, predication of happiness, Arist.Rh.1367b34, EN1127b18, Plu.Pel.34, etc.: pl., ὕμνοι καὶ εὐ. Ph.1.312.al.
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, das Glücklichpreisen, Glücklichschätzen, Arist. rhet. 1, 9 eth. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Sull. 6. – Glück, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de regarder comme heureux;
2 faveur de la fortune, bonheur.
Étymologie: εὐδαιμονίζω.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμονισμός: ὁ
1 признавание счастливым, приписывание счастья Arst., Plut., Luc.;
2 счастье Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαιμονισμός: ὁ, τὸ εὐδαιμονίζειν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 34, Ἠθ. Νικ. 4. 7, 13, Πλουτ. Πελοπίδ. 34, κλ. 2) = εὐδαιμονία, Εὐστ. Πονημάτ. 304. 14.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐδαιμονισμός) ευδαιμονίζω
ο μακαρισμός, το καλοτύχισμα («μακαρισμὸς δὲ καὶ εὐδαιμονισμὸς αὑτοῖς μὲν ταὐτά», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο ύψιστος σκοπός του ανθρώπου είναι η ευδαιμονία (η επιδίωξη της ατομικής ή κοινωνικής ευδαιμονίας)
μσν.
η ευδαιμονία, η ευτυχία.