πολυπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui offre divers aspects;<br /><b>2</b> qui se compose de plusieurs personnages <i>ou</i> rôles (pièce de théâtre).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πρόσωπον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui offre divers aspects]];<br /><b>2</b> qui se compose de plusieurs personnages <i>ou</i> rôles (pièce de théâtre).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πρόσωπον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:59, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπρόσωπος Medium diacritics: πολυπρόσωπος Low diacritics: πολυπρόσωπος Capitals: ΠΟΛΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: polyprósōpos Transliteration B: polyprosōpos Transliteration C: polyprosopos Beta Code: polupro/swpos

English (LSJ)

ον, A many-faced, multiform, οὐρανός the ever-changing sky, Lyc.Sophist. ap.Arist.Rh.1405b35; πράγματα Vett.Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).166; with many masks or characters, δρᾶμα Luc.Nigr.20; (ὄρχησις) Plu.2.711f; τὸ π. τῶν ὀρχημάτων Luc.Asin.49. 2 of many persons, γενεά J.BJ1.28.4. Adv. πολύ-πως, συναγωνιζόμενοι, of conspirators, Id.AJ16.3.3.

German (Pape)

[Seite 670] mit vielen Gesichtern, vielgestaltig, so nannte Lycophr. trag. den Himmel, Arist. rhet. 3, 3; – von der Tragödie oder Comödie, mit vielen Masken, vielen darin auftretenden Personen, δρᾶμα, Luc. Nigr. 20 salt. 46.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui offre divers aspects;
2 qui se compose de plusieurs personnages ou rôles (pièce de théâtre).
Étymologie: πολύς, πρόσωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπρόσωπος -ον [πολύς, πρόσωπον] met veel gezichten:; τὸν πολυπρόσωπον οὐρανόν de hemel met zijn vele gezichten Aristot. Rh. 1405b36 (citaat Lycophron); met veel personages:. ἐν... πολυπροσώπῳ δράματι in een toneelstuk met vele rollen Luc. 8.20.

Russian (Dvoretsky)

πολυπρόσωπος:
1 многоликий, т. е. изменчивый (οὐρανός Arst.);
2 исполняемый многими лицами (δρᾶμα Luc.; ὄρχησις Plut.);
3 грам. изменяемый по лицам.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυπρόσωπος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, που αλλάζει εμφάνιση
2. (για θεατρικά έργα) αυτός στον οποίο υπάρχουν πολλά πρόσωπα, πολλοί ρόλοι
3. αυτός που αποτελείται από πολλά πρόσωπα (α. «πολυπρόσωπη αποστολή» β. «πολυπρόσωπος γενεά», Ιώσ.).
επίρρ...
πολυπροσώπως Α
κατά τρόπο πολυπρόσωπο, με μεγάλο αριθμό προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. μακρο-πρόσωπος, στρογγυλο-πρόσωπος.

Greek Monotonic

πολυπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πολλά πρόσωπα, πολλά προσωπεία ή χαρακτήρες, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πρόσωπα, ποικιλόμορφος, οὐρανὸς π., ὁ ἀεὶ μεταβαλλόμενος οὐρανός, Λυκόφρ. Τραγ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3, 1· ἐπὶ δραμάτων, ὁ ἔχων πολλὰ πρόσωπα ἢ χαρακτῆρας, Λουκ. Νιγρῖν. 20, πρβλ. Πλούτ. 2. 711F, κτλ. ― Ἐπίρρ. -πως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 3, 3.

Middle Liddell

πολυ-πρόσωπος, ον, πρόσωπον
many-faced, with many masks or characters, Luc.