ἀνάδαστος: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> partagé de nouveau;<br /><b>2</b> annulé, non valable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδαίω]]². | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[partagé de nouveau]];<br /><b>2</b> annulé, non valable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναδαίω]]². | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:05, 28 November 2022
English (LSJ)
ον, A divided anew, redistributed, ἀ. γῆν ποιεῖν Pl.Lg.843b; ἀ. ποιεῖν τὴν χώραν Arist.Pol.1307a2; τὰς οὐσίας ἀ. ποιεῖν 1305a5, cf. 1309a15. II later, ἀ. ποιεῖν τι undo, rescind, OGI669.20 (Egypt, i A.D.), Luc.Abd.11. III Adv. -τως· ἀνωμάλως ἔχων τις τοῦ σώματος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1nuevamente dividido, redistribuido ἀ. γῆν ποιεῖν Pl.Lg.843b, ἀ. ποιεῖν τὴν χώραν Arist.Pol.1307a2, τὰς οὐσίας ἀ. ποιεῖν 1305a5, τὴν μὲν ὠφέλειαν ... ἀ. μὴ γενέσθαι Plu.Cam.8.
2 rescindido, anulado, disuelto ἀγορασμοὺς ἀ. ποιεῖν OGI 669.20 (I a.C.), PRoss.Georg.2.20.6 (II a.C.), τὴν κρίσιν ἀ. ποιήσαντες Fauorin.Cor.31, (τὸ δικαστήριον) ἀ. ποιεῖν disolver (el tribunal) Luc.Abd.11, ἀ. τὰ πραχθέντα αὐτῷ πάντα γίγνεται D.C.54.28.4.
II adv. -ως· ἀνωμάλως ἔχων τις τοῦ σώματος Hsch.
German (Pape)
[Seite 185] vertheilt, bes. γῆν ἀνάδαστον ποιεῖν, ein Land von neuem zu gleichen Theilen unter die Bewohner rheilen, Plat. Legg. VIII, 843 b; Plut. Cam. 8. Bei Sp. eine Entscheidung rückgängig, ungültig machen, δικαστήριον, Luc. Abd. 11; τὰ πραχθέντα, acta rescindere, Dio C. 54, 28; vgl. ἀνάδικος; – ἀνάδαστον γίγνεσθαι ὄγκον, auseinandergehen, Plut. Symp. 3, 6, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 partagé de nouveau;
2 annulé, non valable.
Étymologie: ἀναδαίω².
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδαστος:
1 разделенный, (пере)распределенный (γῆ Plat.; ὠφέλεια Plut.);
2 уничтоженный, недействительный (δικαστήριον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδαστος: -ον, ὁ ἐκ νέου διαμοιρασθείς, «ξαναμοιρασθείς», ἀν. γῆν ποιεῖν, ἰδίως ἐπὶ δημαγωγῶν, (πρβλ. ἀναδασμός), Πλάτ. Νόμ. 843Β· ἀν. ποιεῖν τὴν χώραν Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 4· τὰς οὐσίας ἀν. ποιεῖσθαι αὐτόθι 5. 5, 5, πρβλ. 8. 20. ΙΙ. παρὰ μεταγ., ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλειν, λύειν, παραλύειν, ἀκυροῦν, Λουκ. Ἀποκηρ. 11: πρβλ. Ρουγκίου Τίμ.
Greek Monolingual
ἀνάδαστος, -ον (Α) ἀναδατέομαι
1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε
2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ.
Greek Monotonic
ἀνάδαστος: -ον, I. αναδιανεμημένος, ανακατανεμημένος, ἀν. γῆν ποιεῖν (πρβλ. ἀναδασμός), σε Πλούτ.
II. ἀν. ποιεῖν τι, μεταβάλλει, ακυρώνει, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀναδατέομαι
I. divided anew, re-distributed, ἀν. γῆν ποιεῖν (cf. ἀναδασμός) Plat.
II. ἀν. ποιεῖν τι to rescind, Luc.