ἐπαγγελτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui promet beaucoup;<br /><b>2</b> présomptueux;<br /><i>Cp.</i> ἐπαγγελτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγγέλλω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui promet beaucoup]];<br /><b>2</b> [[présomptueux]];<br /><i>Cp.</i> ἐπαγγελτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγγέλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:05, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγγελτικός Medium diacritics: ἐπαγγελτικός Low diacritics: επαγγελτικός Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epangeltikós Transliteration B: epangeltikos Transliteration C: epaggeltikos Beta Code: e)paggeltiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A given to promising, ἐπεκλήθη Δώσων ὡς ἐ. Plu.Aem.8; also [λόγος] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐ. Phld.Rh.2.2.S., cf. Iamb.Myst.3.30. Adv. -κῶς Ath.Mech.15.9: Comp. -κώτερον, εἰπεῖν too professorially, Arist.Rh.1398b30. 2 promised, οὐ δύνασθαι τελεῖν τὸ ἐ. ἀργύριον SIG832.7 (Epist. Hadr.).

German (Pape)

[Seite 893] ή, όν, versprechend, der immer verspricht, aber Nichts hält, Plut. Aem. Paul. 8; ἐπαγγελτικώτερον εἰπών, mehr versprechend, d. i. kecker, Arist rhet. 2, 23

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui promet beaucoup;
2 présomptueux;
Cp. ἐπαγγελτικώτερος.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαγγελτικός:
1 склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);
2 претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπεῖν Arst. делать чрезмерно смелое заявление.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγγελτικός: -ή, -όν, ἔχων συνήθειαν νὰ ἐπαγγέλληται, νὰ ὑπισχνῆται, ἐπεκλήθη δὲ (ὁ Ἀντίγονος) Δώσων, ὡς ἐπαγγελτικὸς μέν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Πλουτ. Αἰμιλ. Παῦλ. 8· ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπόντα, μετὰ ὑπερτόλμων διαβεβαιώσεων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11· -ἐπαγγελτικῶς, ὑποσχετικῶς, Γραμματ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγγελτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις
2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση
3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ..
επίρρ...
έπαγγελτικώς
με τρόπο υποσχετικό.