γρίφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, [[αἴνιγμα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).
|mantxt=(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, [[αἴνιγμα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=[[ψάθα]]).
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 November 2022

Greek Monolingual

ο (AM γρῑφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].

Mantoulidis Etymological

(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, αἴνιγμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).