ἀπαλλοτριῶ: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό [[ἀπαλλότριος]] (ἀπό + [[ἀλλότριος]] [[ἄλλος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπαλλοτρίωσις]] (=πούλημα). | |mantxt=(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό [[ἀπαλλότριος]] (ἀπό + [[ἀλλότριος]] [[ἄλλος]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀπαλλοτρίωσις]] (=[[πούλημα]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 November 2022
Mantoulidis Etymological
(=ἀποξενώνω, πωλῶ). Ἀπό τό ἀπαλλότριος (ἀπό + ἀλλότριος ἄλλος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀπαλλοτρίωσις (=πούλημα).