γήθω: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(13_3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0489.png Seite 489]] nur poet., = [[γηθέω]], γήθοντι Orph. H. 15, 10; γήθουσα 54, 16; γήθει 77, 10; – γηθόμενος Qu. Sm. 14, 92; Crinag. 8 (VI, 261); ἥδονται καὶ γήθονται Sext. Emp. adv. math. 11, 107.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0489.png Seite 489]] nur poet., = [[γηθέω]], γήθοντι Orph. H. 15, 10; γήθουσα 54, 16; γήθει 77, 10; – γηθόμενος Qu. Sm. 14, 92; Crinag. 8 (VI, 261); ἥδονται καὶ γήθονται Sext. Emp. adv. math. 11, 107.
}}
{{ls
|lstext='''γήθω''': ἴδε [[γηθέω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[γηθέω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[γηθέω]] (=[[χαίρομαι]], [[ἀγάλλομαι]]). Ἀπό ρίζα γα- (γαν-γαϝ). Θέμα γήθ+ω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[γῆθος]], [[γηθοσύνη]], [[γηθόσυνος]], γηθοσύνως.
}}
}}

Latest revision as of 12:42, 29 November 2022

German (Pape)

[Seite 489] nur poet., = γηθέω, γήθοντι Orph. H. 15, 10; γήθουσα 54, 16; γήθει 77, 10; – γηθόμενος Qu. Sm. 14, 92; Crinag. 8 (VI, 261); ἥδονται καὶ γήθονται Sext. Emp. adv. math. 11, 107.

Greek (Liddell-Scott)

γήθω: ἴδε γηθέω.

Spanish (DGE)

v. γηθέω.

Mantoulidis Etymological

γηθέω (=χαίρομαι, ἀγάλλομαι). Ἀπό ρίζα γα- (γαν-γαϝ). Θέμα γήθ+ω.
Παράγωγα: γῆθος, γηθοσύνη, γηθόσυνος, γηθοσύνως.