ρυτήρ: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=λουρί, σωτήρας). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[λουρί]], [[σωτήρας]]). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 November 2022

Greek Monolingual

(I)
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. ρυτήρας.
(II)
-ῆρος, ὁ, θηλ. ῥύτειρα και (ῥυστήρ, -ῆρος, Α
αυτός που σώζει, λυτρωτής, σωτήρας, απελευθερωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥῡ- του ἐρυω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥύσιος, ῥῦσις) + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ). Ο τ. ῥυστήρ εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ-].

Mantoulidis Etymological

(=λουρί, σωτήρας). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.