ῥύσιος
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
[ῡ], ον, (ἐρύω (B))
A delivering, saving, A.Supp.150 (lyr.); ῥύσια ψυχῆς δῶρα AP7.605 (Jul.Aegypt.).
II (ἐρύω (A)) ῥυσίαν βολάν· τὴν τῶν τόξων τάσιν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 853] auch 2 Endgn, 1) rettend, erhaltend, befreiend, erlösend; Aesch. Suppl. 141; τὰ ῥύσια, Hülfe, Schutz, ἄγειν θέλοντες ῥυσίων ἐφάπτορες, 709; ῥύσια ψυχῆς δῶρα, Iul. Aeg. 52 (VII, 605), s. das Vor. – 2) gezogen, angezogen, gespannt, VLL,
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui tire à soi ; qui sauve, qui protège, sauveur, libérateur ; τὰ ῥύσια ESCHL la délivrance;
II. τὸ ῥύσιον ou τὰ ῥύσια, ce qu'on donne ou ce qu'on prend en compensation, particul.
1 τὸ ῥύσιον ESCHL, τὰ ῥύσια IL le butin;
2 objet de nantissement, gage : ῥύσιον θεῖναι SOPH imposer une rançon.
Étymologie: ῥύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ῥύσιος: (ῡ) спасающий, избавительный: ῥ. γενέσθαι Aesch. стать избавителем; ῥύσια δῶρα Anth. дары за избавление.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύσιος: -ον, (ῥύομαι) ὁ ἀπολυτρῶν, ἀπελευθερῶν, σῴζων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 150· ῥύσια ψυχῆς δῶρα Ἀνθ. Π. 7. 605.
Greek Monolingual
-ον, Α ῥῡσις
1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.)
β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια
σωτηρία, απολύτρωση, απελευθέρωση.
Greek Monotonic
ῥύσιος: -ον (ῥύομαι), λυτρωτικός, σωτήριος, απελευθερωτικός, σε Αισχύλ., Ανθ.
Middle Liddell
ῥύσιος, ον, ῥύομαι
delivering, saving, Aesch., Anth.