ῥυστήρ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
ῥυστῆρος, ὁ, rare and late form for ῥυτήρ (B),
A deliverer, Tryph.266.
II rein, Phot.; cf. βρύτηρ.
2 perhaps to be read for ῥηστήρ, ladle of an irrigating-machine, PLond.1821.210.
German (Pape)
[Seite 853] ῆρος, ὁ, seltene sp. Form für ῥυτήρ, Orac. Sib., s. Wern. Tryph. p. 245.
Greek (Liddell-Scott)
ῥυστήρ: σπάνιος τύπος καὶ μεταγεν. ἀντὶ τοῦ ῥυτήρ, σωτήρ, λυτρωτής, Χρ. Σιβ. 3. 561, Wern, εἰς Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 266. ΙΙ. «ῥυστῆρας: καὶ βρυτῆρας· τὰς ἡνίας» Φώτ.
Greek Monolingual
(I)
-ῆρος, ὁ, Α
1. (κατά τον Φώτ.) «ῥυστῆρας, και βρυτῆρας
τὰς ἡνίας»
2. πιθ. κοτύλη αρδευτικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥυ- του ἐρύω (Ι) «σύρω, τραβώ» + επίθημα -τήρ. Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (πρβλ. ῥυστάζω)].
(II)
-ῆρος, ὁ, Α
(σπάν. τ.) βλ. ῥυτήρ (ΙΙ).