κακοτεχνής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.
|elnltext=κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] [[boosaardig]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοτεχνής Medium diacritics: κακοτεχνής Low diacritics: κακοτεχνής Capitals: ΚΑΚΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: kakotechnḗs Transliteration B: kakotechnēs Transliteration C: kakotechnis Beta Code: kakotexnh/s

English (LSJ)

ές, = κακότεχνος, Luc. Cal.10 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, = κακότεχνος, im compar., ζηλοτυπίαι κακοτεχνέστεραι Luc. Calumn. 12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοτεχνής -ές [κακός, τέχνη] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοτεχνής: Luc. (только compar. κακοτεχνέστερος) = κακότεχνος.

Greek Monolingual

-ές (Α κακοτεχνής, -ές)
κακότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τεχνής (< τέχνη), πρβλ. πολυ-τεχνής].

Greek Monotonic

κᾰκοτεχνής: -ές, βλ. κακότεχνος.

Greek (Liddell-Scott)

κακοτεχνής: -ές, ἴδε κακότεχνος ἐν τέλει.

Middle Liddell

κᾰκοτεχνής, ές [v. κακότεχνος fin.]