κελευσμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] bevel.
|elnltext=κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] [[bevel]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσμοσύνη Medium diacritics: κελευσμοσύνη Low diacritics: κελευσμοσύνη Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: keleusmosýnē Transliteration B: keleusmosynē Transliteration C: kelefsmosyni Beta Code: keleusmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.

German (Pape)

[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευσμοσύνη -ης, ἡ [κελεύω] bevel.

Russian (Dvoretsky)

κελευσμοσύνη: (σῠ) ἡ Her. = κέλευσμα 1.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.

Greek Monolingual

κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.

Greek Monotonic

κελευσμοσύνη: ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

κελευσμοσύνη, ἡ, [ionic for κέλευσμα, Hdt.]