πτοιώδης: Difference between revisions
From LSJ
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πτοιώδης -ες [πτοία] angstig. | |elnltext=πτοιώδης -ες [πτοία] [[angstig]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ες, (πτοία) scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.
German (Pape)
[Seite 811] ες, = πτοώδης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πτοιώδης: -ες, ἴδε πτοώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πτοία
1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος
2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτοιώδης -ες [πτοία] angstig.