παλιμφυής: Difference between revisions

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] [[opnieuw groeiend]].
|elnltext=παλιμφυής -ές [[[πάλιν]], [[φύω]]] [[opnieuw groeiend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμφῠής Medium diacritics: παλιμφυής Low diacritics: παλιμφυής Capitals: ΠΑΛΙΜΦΥΗΣ
Transliteration A: palimphyḗs Transliteration B: palimphyēs Transliteration C: palimfyis Beta Code: palimfuh/s

English (LSJ)

ές, growing again, of the hydra, Luc.Am.2.

German (Pape)

[Seite 449] ές, wieder wachsend; κάρηνα Λέρνης τῆς παλιμφυοῦς Luc. amor. 2; Nonn., wieder belebt.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμφυής -ές [πάλιν, φύω] opnieuw groeiend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμφυής: вновь отрастающий (ὕδρα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμφυής: -ές, ὁ πάλιν φυόμενος, ἀναγεννώμενος, ἐπὶ τῆς Ὕδρας, Λουκ. Ἔρωτ. 2, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 148.

Greek Monolingual

παλιμφυής, -ές (Α)
(για το κεφάλι της Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ευ-φυής].