κρόνιππος: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] [[oud paard]].
|elnltext=κρόνιππος -ου, ὁ [[[κρόνιος]], [[ἵππος]]] [[oud paard]].
}}
}}

Latest revision as of 13:59, 29 November 2022

Greek Monolingual

κρόνιππος, ὁ (Α)
μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ' εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόνιππος -ου, ὁ [κρόνιος, ἵππος] oud paard.