πολύπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [, $4$5") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύπλεκτος -ον [πολύς, πλέκω] [[gevlochten]], [[verward]]. | |elnltext=πολύπλεκτος -ον [[[πολύς]], [[πλέκω]]] [[gevlochten]], [[verward]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:01, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, = πολύπλοκος (tangled, with many convolutions, much-tangled) 1, ib.5.247; σειραί ib.26.106.
German (Pape)
[Seite 668] viel geflochten; Nic. Al. 224; Nonn. D. 5, 247.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπλεκτος: -ον, = πολύπλοκος, Νόνν. Δ. 5. 247.
Greek Monolingual
ο / πολύπλεκτος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
κεφαλόποδο που έχει εκλείψει
αρχ.
ο πολύ πλεγμένος («πολύπλεκτοι σειραί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. σύμ-πλεκτος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπλεκτος -ον [πολύς, πλέκω] gevlochten, verward.