Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυττός: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">τὸ γυναικεῖον</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur. 218 compares <b class="b3">βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον</b> H, which proves Pre-Greek origin. Cf. [[μυκός]]<br />See also: s. [[μυκός]]
|etymtx=Grammatical information: ?<br />Meaning: <b class="b3">τὸ γυναικεῖον</b> [[H]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur. 218 compares <b class="b3">βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον</b> H, which proves Pre-Greek origin. Cf. [[μυκός]]<br />See also: s. [[μυκός]]
}}
}}

Revision as of 10:47, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυττός Medium diacritics: μυττός Low diacritics: μυττός Capitals: ΜΥΤΤΟΣ
Transliteration A: myttós Transliteration B: myttos Transliteration C: myttos Beta Code: mutto/s

English (LSJ)

όν, A dumb, Hsch. II = γυναικεῖον αἰδοῖον, Id.

German (Pape)

[Seite 223] mutus, stumm, Hesych.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
litt. « le muet » (antonyme de τιτίς en quelque sorte), pour désigner le sexe de la femme.
Étymologie: DELG plaisanterie.

Greek (Liddell-Scott)

μυττός: -όν, Λατ. mutus, «ἐν[ν]εός. καὶ τὸ γυναικεῖον» Ἡσύχ.· πρβλ. μύδος.

Greek Monolingual

μυττός, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος)
καὶ τὸ γυναικεῖον (αἰδοῑον)».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα -ττ- ανάγονται σε -κy-, (μυττός < μυ-κy-ός), ενώ είναι πιθανό να αποτελούν εκφραστικό διπλασιασμό. Η λ. δήλωνε επίσης και το γυναικείο αιδοίο, χρήση που ανάγεται πιθανόν σε αστεϊσμό και επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία κύριων ον., όπως λ. χ. Μυτᾶς, Μύτις, Μυτίων].

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: τὸ γυναικεῖον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 218 compares βύττος τὸ γυναικαῖον αἰδοῖον H, which proves Pre-Greek origin. Cf. μυκός
See also: s. μυκός