ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
m (Text replacement - "<i>sc</i>." to "<i>sc.</i>") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>zum [[Geldwechsler]] [[gehörig]]</i>, ἡ, sc. [[τέχνη]], Geldwechslergeschäft, Luc. <i>Bis acc</i>. 13.34.<br><b class="num">• Adv.</b> [[ἀργυραμοιβικῶς]], Id. <i>Hist. scrib</i>. 10. | |ptext=<i>zum [[Geldwechsler]] [[gehörig]]</i>, ἡ, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Geldwechslergeschäft, Luc. <i>Bis acc</i>. 13.34.<br><b class="num">• Adv.</b> [[ἀργυραμοιβικῶς]], Id. <i>Hist. scrib</i>. 10. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of a money-changer or for a money-changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη), Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς Id.Hist.Conscr.10.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero τράπεζα ἀ. mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
•dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
•subst. ἡ ἀργυραμοιβική la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. -ῶς a la manera de los cambistas ἀ. ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le change de l'argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
Greek Monolingual
ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.
Greek Monotonic
ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
Middle Liddell
ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.
German (Pape)
zum Geldwechsler gehörig, ἡ, sc. τέχνη, Geldwechslergeschäft, Luc. Bis acc. 13.34.
• Adv. ἀργυραμοιβικῶς, Id. Hist. scrib. 10.