γλυπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(4)
 
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=glyptikos
|Transliteration C=glyptikos
|Beta Code=gluptiko/s
|Beta Code=gluptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of engraving</b>, <b class="b3">γλυπτικὴ σφραγίδων</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <span class="bibl">Poll.7.209</span>.</span>
|Definition=γλυπτική, γλυπτικόν, [[of engraving]], γλυπτικὴ σφραγίδων (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) Poll.7.209.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[relativo al grabado o esculpido]], [[glíptico]] γλυπτικὰ ἔργα ... τοῦ ὀρόφου obras de tallado del techo</i>, <i>PKöln</i> 52.8, 55 (III d.C.)<br /><b class="num"></b>[[γλυπτική]] (<i>[[sc.]]</i> [[τέχνη]]) [[arte de grabar o esculpir]], [[glíptica]] Poll.7.209, Eus.<i>PE</i> 1.9.13, <i>Rh</i>.4.54.
}}
{{ls
|lstext='''γλυπτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς [[γλύφειν]], γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γλυπτικός]], -ή, -όν) [[γλύπτης]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το [[έργο]] του γλύπτη<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[γλυπτική]]<br />η [[τέχνη]] του γλύπτη.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[schnitzend]], [[meißelnd]]</i>, Poll. 7.209; Euseb.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλυπτικός Medium diacritics: γλυπτικός Low diacritics: γλυπτικός Capitals: ΓΛΥΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: glyptikós Transliteration B: glyptikos Transliteration C: glyptikos Beta Code: gluptiko/s

English (LSJ)

γλυπτική, γλυπτικόν, of engraving, γλυπτικὴ σφραγίδων (sc. τέχνη) Poll.7.209.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relativo al grabado o esculpido, glíptico γλυπτικὰ ἔργα ... τοῦ ὀρόφου obras de tallado del techo, PKöln 52.8, 55 (III d.C.)
γλυπτική (sc. τέχνη) arte de grabar o esculpir, glíptica Poll.7.209, Eus.PE 1.9.13, Rh.4.54.

Greek (Liddell-Scott)

γλυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γλυπτικός, -ή, -όν) γλύπτης
1. ο σχετικός με το έργο του γλύπτη
2. το θηλ. ως ουσ. η γλυπτική
η τέχνη του γλύπτη.

German (Pape)

schnitzend, meißelnd, Poll. 7.209; Euseb.