ἁρμασίδουπος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἁρμασίδουπος]] ? [[ringing]] [[with]] the [[sound]] of chariots [[test]]., Eustath., [[proem]]. Pind., 16 καὶ ἁρμασιδούπους (sc. [[καλεῖ]] ὁ Πίνδαρος) τοὺς ἱππικωτάτους fr. 17. | |sltr=[[ἁρμασίδουπος]] ? [[ringing]] [[with]] the [[sound]] of chariots [[test]]., Eustath., [[proem]]. Pind., 16 καὶ ἁρμασιδούπους (''[[sc.]]'' [[καλεῖ]] ὁ Πίνδαρος) τοὺς ἱππικωτάτους fr. 17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:40, 30 November 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, sounding in the chariot, Pi.Fr.17.
Spanish (DGE)
(ἁρμᾰσίδουπος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
resonante por el estrépito de los carros Pi.Fr.17.
German (Pape)
[Seite 355] Pind. Eustath., = ἁρματόκτυπος.
English (Slater)
ἁρμασίδουπος ? ringing with the sound of chariots test., Eustath., proem. Pind., 16 καὶ ἁρμασιδούπους (sc. καλεῖ ὁ Πίνδαρος) τοὺς ἱππικωτάτους fr. 17.
Greek Monolingual
ἁρμασίδουπος, -ον (Α)
αυτός που τρέχει θορυβωδώς με το άρμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμασι (τ. τοπικής πληθ.) + δούπος «θόρυβος»].
Russian (Dvoretsky)
ἁρμᾰσίδουπος: оглашающий стуком колесниц (οἱ ἱππικώτατοι Pind.).