διάβορος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dévoré ; anéanti.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαβόρος]].
|btext=ος, ον :<br />dévoré ; anéanti.<br />'''Étymologie:''' cf. [[διαβόρος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zerfressen]]</i>, πρός τινος, 673.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάβορος Medium diacritics: διάβορος Low diacritics: διάβορος Capitals: ΔΙΑΒΟΡΟΣ
Transliteration A: diáboros Transliteration B: diaboros Transliteration C: diavoros Beta Code: dia/boros

English (LSJ)

ον, Pass., eaten up, consumed, S. Tr. 676; cf. διάβαρος.

Spanish (DGE)

-ον
consumido τοῦτ' ἠφάνισται διάβορον πρὸς οὐδενός S.Tr.676, σῶμα D.L.4.20
erosionado, corroído λίθος ref. a los poros de la piedra de origen volcánico, Thphr.Lap.20, φάραγξ Thdt.Is.6.55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dévoré ; anéanti.
Étymologie: cf. διαβόρος.

German (Pape)

zerfressen, πρός τινος, 673.

Russian (Dvoretsky)

διάβορος: досл. разъеденный, перен. уничтоженный (πόκος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

διάβορος: -ον, (βιβρώσκω) ὁ διαβιβρώσκων, κατατρώγων, νόσος Σοφ. Τρ. 1084. Φ. 7 (ἴδε καταστάζω Ι. 2). 2) παθητ., διαβρωθείς, καταφαγωθείς, καταναλωθείς, φθαρείς, ὁ αὐτ. Τρ. 676. Ἡ λέξις προπαροξύνεται καὶ ἐπὶ ἐνεργείας καὶ ἐπὶ πάθους.

Greek Monolingual

διάβορος, -ον (Α)
1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει
2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δια + -βορος < βορά].