λιθόβολος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού λιθοβολεῖται, [[λιθόβλητος]] («ἃ δράκοντος [[αἷμα]] λιθόβολον κατειργάσω», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
|mltxt=[[λιθόβολος]], -ον (Α)<br />αυτός πού λιθοβολεῖται, [[λιθόβλητος]] («ἃ δράκοντος [[αἷμα]] λιθόβολον κατειργάσω», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Steinen [[geworfen]], [[gesteinigt]]</i>, λιθόβολον [[αἷμα]] δράκοντος Eur. <i>Phoen</i>. 1069, das Blut des mit Steinen getöteten [[Drachen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιθόβολος Medium diacritics: λιθόβολος Low diacritics: λιθόβολος Capitals: ΛΙΘΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: lithóbolos Transliteration B: lithobolos Transliteration C: lithovolos Beta Code: liqo/bolos

English (LSJ)

ον, Pass., struck with stones, stoned, E. Ph. 1063 (lyr.).

Greek Monolingual

λιθόβολος, -ον (Α)
αυτός πού λιθοβολεῖται, λιθόβλητος («ἃ δράκοντος αἷμα λιθόβολον κατειργάσω», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημ.].

German (Pape)

mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιθόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getöteten Drachen.

Russian (Dvoretsky)

λῐθόβολος: пролившийся от удара камня (δράκοντος αἷμα Eur.).

Middle Liddell

λῐθο-βόλος, ον [cf. λιθοβόλος βάλλω
proparox. λιθόβολος, ον, pass. struck with stones, stoned, Eur.