σπληνῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(6_12) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπληνῖτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι [[ἀγγεῖον]] τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος. | |lstext='''σπληνῖτις''': -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι [[ἀγγεῖον]] τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=fem. zu [[σπληνίτης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπληνῖτις:''' ῐδος adj. f селезеночный ([[φλέψ]] Arst.). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 30 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
σπληνῖτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι ἀγγεῖον τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.
German (Pape)
fem. zu σπληνίτης.
Russian (Dvoretsky)
σπληνῖτις: ῐδος adj. f селезеночный (φλέψ Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.