πιμπλέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_22)
 
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[πιμπλάω]].
}}
{{pape
|ptext=ion. = [[πιμπλάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πιμπλέω:''' ион. = [[πιμπλάω]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πιμπλέω''': τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).
|lstext='''πιμπλέω''': τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).
}}
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[πίμπλημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πιμπλέω:''' = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. <i>πιμπλεῦσαι</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πιμπλέω]], = [[πίμπλημι]] [ionic [[part]]. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]
}}
}}

Latest revision as of 12:40, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

ion. c. πιμπλάω.

German (Pape)

ion. = πιμπλάω.

Russian (Dvoretsky)

πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).

Greek Monolingual

βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]