ἀνταποδοτικός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antapodotikos | |Transliteration C=antapodotikos | ||
|Beta Code=a)ntapodotiko/s | |Beta Code=a)ntapodotiko/s | ||
|Definition=ή, όν, < | |Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀμοιβαῖος]], [[in return]], [[mutual]], [[that gives back]], [[remunerative]], [[in relation]], Sch.Opp.''H.''2.255.<br><span class="bld">II</span> Gramm., belonging to or marking [[ἀνταπόδοσις]], Plb. Rh.p.107S.; of pronouns, [[correlative]], A.D.''Adv.''158.24, ''Conj.''237.9, al. Adv. [[ἀνταποδοτικῶς]] = [[in return]] Sch.A.R.1.5. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[que se da a cambio de o en compensación]] ἀμυντικὴ καὶ ἀνταποδοτικὴ τῶν χειρόνων προαίρεσις Origenes <i>Princ</i>.3.1.16, cf. Sch.Opp.<i>H</i>.2.255<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς δικαιοσύνης ἀνταποδοτικόν Cyr.H.<i>Catech</i>.18.4.<br /><b class="num">II</b> gram.<br /><b class="num">1</b> [[provisto de correspondencia]], [[con dos términos]] εἰσὶ δὲ τῶν παραβολῶν αἱ μὲν ἀνταποδοτικαί Plb.Rh.p.107.<br /><b class="num">2</b> [[correlativo]] de pronombres, A.D.<i>Adu</i>.158.24, <i>Coni</i>.237.9, D.T.636.12, 637.13.<br /><b class="num">III</b> adv. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[que se da a cambio de o en compensación]] ἀμυντικὴ καὶ ἀνταποδοτικὴ τῶν χειρόνων προαίρεσις Origenes <i>Princ</i>.3.1.16, cf. Sch.Opp.<i>H</i>.2.255<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς δικαιοσύνης ἀνταποδοτικόν Cyr.H.<i>Catech</i>.18.4.<br /><b class="num">II</b> gram.<br /><b class="num">1</b> [[provisto de correspondencia]], [[con dos términos]] εἰσὶ δὲ τῶν παραβολῶν αἱ μὲν ἀνταποδοτικαί Plb.Rh.p.107.<br /><b class="num">2</b> [[correlativo]] de pronombres, A.D.<i>Adu</i>.158.24, <i>Coni</i>.237.9, D.T.636.12, 637.13.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀνταποδοτικῶς]] = [[correlativamente]] Sch.A.R.1.5a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:02, 1 December 2022
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀμοιβαῖος, in return, mutual, that gives back, remunerative, in relation, Sch.Opp.H.2.255.
II Gramm., belonging to or marking ἀνταπόδοσις, Plb. Rh.p.107S.; of pronouns, correlative, A.D.Adv.158.24, Conj.237.9, al. Adv. ἀνταποδοτικῶς = in return Sch.A.R.1.5.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que se da a cambio de o en compensación ἀμυντικὴ καὶ ἀνταποδοτικὴ τῶν χειρόνων προαίρεσις Origenes Princ.3.1.16, cf. Sch.Opp.H.2.255
•subst. τὸ τῆς δικαιοσύνης ἀνταποδοτικόν Cyr.H.Catech.18.4.
II gram.
1 provisto de correspondencia, con dos términos εἰσὶ δὲ τῶν παραβολῶν αἱ μὲν ἀνταποδοτικαί Plb.Rh.p.107.
2 correlativo de pronombres, A.D.Adu.158.24, Coni.237.9, D.T.636.12, 637.13.
III adv. ἀνταποδοτικῶς = correlativamente Sch.A.R.1.5a.
German (Pape)
[Seite 244] vergeltend, Sp. – Bei Gramm. einen Gegensatz anzeigend, αντωνυμίαι ἀνταποδοτικαί, Pronomina correlativa, wie τοιοῦτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταποδοτικός: грам. соотносительный (ἀντωνυμίαι).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποδοτικός: -ή, -όν, παρὰ Γραμμ., ἀνήκων εἰς ἀνταπόδοσιν ἢ ἀποτελῶν ἀνταπόδοσιν˙ προσέτι αἱ συσχετικαὶ ἀντωνυμίαι ὀνομάζονται ἀνταποδοτικαί. - Ἐπίρρ. -κῶς Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 5.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνταποδοτικός, -ή, -όν)
(Γραμμ.) ανταποδοτικές αντωνυμίες
οι συσχετικές, αυτές που έχουν σειρά από αντίστοιχους τύπους
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στην ανταπόδοση ή την χαρακτηρίζει
αρχ.
ο αμοιβαίος.