ἀπόρριψις: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (pape replacement)
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[acción de quitarse, despojarse de]] τῶν ἱματίων ἀπορρίψιες Hp.<i>Acut</i>.42.<br /><b class="num">2</b> [[acción de arrojar al suelo]], [[caída]] de monedas, Luc.<i>Symp</i>.15.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[acción de quitarse, despojarse de]] τῶν ἱματίων ἀπορρίψιες Hp.<i>Acut</i>.42.<br /><b class="num">2</b> [[acción de arrojar al suelo]], [[caída]] de monedas, Luc.<i>Symp</i>.15.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπόρριψις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, ἱματίων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[ρῑ], ἡ, <i>das Weg-, [[Verwerfen]]</i>, Sp.
|ptext=[ρῑ], ἡ, <i>das Weg-, [[Verwerfen]]</i>, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀπόρριψις]]) [[απορρίπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άρνηση]], [[αποδοκιμασία]]<br /><b>2.</b> (για μαθητές) η μη [[προαγωγή]] σε ανώτερη [[τάξη]] ή η μη [[εισαγωγή]] σε [[σχολείο]] ή [[σχολή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀπόρριψις]] ἱματίων» — το να βγάζει [[κανείς]] τα ρούχα του.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπόρριψις''': -εως, ἡ, τὸ [[ἀπορρίπτειν]], ἱματίων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.
}}
}}

Revision as of 20:38, 5 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρριψις Medium diacritics: ἀπόρριψις Low diacritics: απόρριψις Capitals: ΑΠΟΡΡΙΨΙΣ
Transliteration A: apórripsis Transliteration B: aporripsis Transliteration C: aporripsis Beta Code: a)po/rriyis

English (LSJ)

εως, ἡ, throwing off, ἱματίων Hp.Acut.42(pl.), cf. Luc.Symp.15.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de quitarse, despojarse de τῶν ἱματίων ἀπορρίψιες Hp.Acut.42.
2 acción de arrojar al suelo, caída de monedas, Luc.Symp.15.

German (Pape)

[ρῑ], ἡ, das Weg-, Verwerfen, Sp.

Greek Monolingual

η (Α ἀπόρριψις) απορρίπτω
νεοελλ.
1. άρνηση, αποδοκιμασία
2. (για μαθητές) η μη προαγωγή σε ανώτερη τάξη ή η μη εισαγωγή σε σχολείο ή σχολή
αρχ.
φρ. «ἀπόρριψις ἱματίων» — το να βγάζει κανείς τα ρούχα του.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρριψις: -εως, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, ἱματίων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 391.