μύσαγμα: Difference between revisions
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
(CSV import) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />action <i>ou</i> parole abominable, souillure.<br />'''Étymologie:''' [[μυσάττομαι]]. | |btext=ατος (τό) :<br />action <i>ou</i> [[parole abominable]], [[souillure]].<br />'''Étymologie:''' [[μυσάττομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:39, 6 December 2022
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, = μύσος, A.Supp.995.
German (Pape)
[Seite 222] τό, die Befleckung, Alles was befleckt; τό τ' εἰπεῖν εὐπετὲς μύσαγμά πως, Aesch. Suppl. 973.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action ou parole abominable, souillure.
Étymologie: μυσάττομαι.
Russian (Dvoretsky)
μύσαγμα: ατος (ῠ) ὁ осквернение, хула, позор: τὸ τ᾽ εἰπεῖν εὐπετὲς μ. πως Aesch. возводить хулу - дело легкое.
Greek (Liddell-Scott)
μύσαγμα: τό, (μῠσάττομαι) = μύσος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 995.
Spanish
Greek Monolingual
μύσαγμα, τὸ (Α)
μίασμα, βδέλυγμα, σίχαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαγ- του μυσάττομαι «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» + κατάλ. -μα (πρβλ. πράττω - πράγμα)].
Léxico de magia
τό suciedad de una cabra ἡ δεῖνα σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα· αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μ. fulana quema en tu honor, diosa, una ofrenda terrible: grasa, sangre y suciedad de una cabra moteada (en una calumnia de magia maléfica) P IV 2576 P IV 2645