εἰσκωμάζω: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. ao.</i> εἰσεκώμασα;<br />entrer <i>ou</i> se précipiter comme un homme ivre.<br />'''Étymologie:''' | |btext=<i>seul. ao.</i> εἰσεκώμασα;<br />entrer <i>ou</i> se précipiter comme un homme ivre.<br />'''Étymologie:''' εἰς, [[κωμάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:14, 10 December 2022
English (LSJ)
(κῶμος) burst in like a party of revellers: generally, burst in upon, τινί Luc.Lex.9; εἰς τὴν πόλιν Aristid. Or.51(27).30: c. acc. loci, Lyc.1355: metaph., εἰσεκώμασεν ὁ ἄργυρος silver came romping in, Ath.6.231e.
Spanish (DGE)
c. suj de pers. irrumpir, entrar de improviso como un grupo de comastas, c. ac. κίρκοι ... Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν Lyc.1355, c. εἰς y ac. εἰς τὴν πόλιν Aristid.Or.51.30, c. dat. εἰσεκώμασαν ἡμῖν se nos presentaron de improviso Luc.Lex.9
•fig. c. suj. de cosa o abstr. εἰσεκώμασε δὲ καὶ ὁ ἄργυρος Ath.231e, ἡ τῶν ἀτόμων ... δόξα Phlp.in GC 157.21, μαργαρίτης ... τῇ γυναικωνίτιδι Clem.Al.Paed.2.12.118, ἥ τε πλεονεξία ... τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ Gr.Nyss.Mort.59.3, αἰχμαλωσία ... εἰς τὴν οἰκίαν Chrys.Iob 1.26, ἡ αἵρεσις Thdt.Ep.Sirm.147 (p.202.7).
German (Pape)
[Seite 744] im Festaufzuge (κῶμος), lustig, lärmend einziehen, mit Ungestüm eindringen; αὐτεπάγγελτοι Luc. Lexiph. 9; übertr., ἄργυρος Ath. VI, 231 e; Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. εἰσεκώμασα;
entrer ou se précipiter comme un homme ivre.
Étymologie: εἰς, κωμάζω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκωμάζω: врываться в разгульном виде (τινί Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκωμάζω: μέλλ. -άσω, εἰσέρχομαι ἢ εἰσορμῶ θορυβωδῶς ὡς θίασος κωμαζόντων (ἴδε κῶμος)· καθόλου, εἰσορμῶ ἐξαίφνης, εἰσεκώμασαν ἡμῖν αὐτεπάγγελτοι Λουκ. Λεξιφ. 9· εἰς τόπον Ἀριστείδ. 1. 353· μετ’ αἰτ. τόπου, Λυκόφρ. 1355· μεταφ., εἰσεκώμασεν ὁ ἄργυρος, εἰσῆλθον χρήματα ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀθήν. 231Ε.
Greek Monolingual
εἰσκωμάζω (Α)
εισέρχομαι θορυβωδώς ως θίασος κωμαζόντων, εισορμώ ξαφνικά.