ἀντεμβαίνω: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἀμοιβαίως καὶ προσαρμόζομαι, ἐπὶ στροφίγγων ἢ ἀρθρων, «γιγγλύματα, ἀντιβαίνουσιν εἰς ἀλλήλους, [[ὥσπερ]] καὶ ἐν ταῖς θύραις οἱ γίγγλυμοι» (οἱ «ῥεζέδες») Γαλην. 2. 737 (Γλωσσ. τοῦ | |lstext='''ἀντεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἀμοιβαίως καὶ προσαρμόζομαι, ἐπὶ στροφίγγων ἢ ἀρθρων, «γιγγλύματα, ἀντιβαίνουσιν εἰς ἀλλήλους, [[ὥσπερ]] καὶ ἐν ταῖς θύραις οἱ γίγγλυμοι» (οἱ «ῥεζέδες») Γαλην. 2. 737 (Γλωσσ. τοῦ αὐτοῦ σ. 452, ἔκδ. Franz.)· ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὁμοίως καὶ τὰ οὐσιαστ. [[ἀντέμβασις]] καὶ [[ἀντεμβολή]], ἡ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντεμβαίνω]] (Α)<br />[[ταιριάζω]], προσαρμόζομαι (αναφέρεται σε αρμούς, συνδέσμους, αρθρώσεις). | |mltxt=[[ἀντεμβαίνω]] (Α)<br />[[ταιριάζω]], προσαρμόζομαι (αναφέρεται σε αρμούς, συνδέσμους, αρθρώσεις). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 11 December 2022
English (LSJ)
fit into each other, of hinge-joints (γίγγλυμοι), Gal. 2.737:—alsoἀντέμ-βᾰσις, εως, ἡ, ibid.
Spanish (DGE)
encajar ὀστῶν ἀντεμβαινόντων Gal.2.737.
German (Pape)
[Seite 246] (s. βαίνω), dagegen hineingehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεμβαίνω: ἐμβαίνω ἀμοιβαίως καὶ προσαρμόζομαι, ἐπὶ στροφίγγων ἢ ἀρθρων, «γιγγλύματα, ἀντιβαίνουσιν εἰς ἀλλήλους, ὥσπερ καὶ ἐν ταῖς θύραις οἱ γίγγλυμοι» (οἱ «ῥεζέδες») Γαλην. 2. 737 (Γλωσσ. τοῦ αὐτοῦ σ. 452, ἔκδ. Franz.)· ὁ αὐτὸς μεταχειρίζεται ὁμοίως καὶ τὰ οὐσιαστ. ἀντέμβασις καὶ ἀντεμβολή, ἡ.
Greek Monolingual
ἀντεμβαίνω (Α)
ταιριάζω, προσαρμόζομαι (αναφέρεται σε αρμούς, συνδέσμους, αρθρώσεις).