ἀρτιφαής: Difference between revisions
ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρτιφαής''': -ές, ὁ ἄρτι ἀνακτησάμενος τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν | |lstext='''ἀρτιφαής''': -ές, ὁ ἄρτι ἀνακτησάμενος τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Νόνν. μετάφ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 88. ΙΙ. ἐπὶ τῆς σελήνης, ἡ ἄρτι ἀρξαμένη λάμπειν, [[μήνη]] ἀρτιφαὴς [[σέλας]] ὑγρὸν ἀποστίλβουσα ὁ αὐτ. Δ. 5. 165. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτιφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που [[τώρα]] [[μόλις]] άρχισε να λάμπει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφαής]])]. | |mltxt=[[ἀρτιφαής]], -ές (AM)<br />αυτός που [[τώρα]] [[μόλις]] άρχισε να λάμπει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> <span style="color: red;"><</span> [[φάος]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφαής]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 11 December 2022
English (LSJ)
ές, newly shining, μήνη Nonn.D.5.165.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐφᾰής) -ές
1 que empieza a brillar μήνη Nonn.D.5.165, σελήνη Eutecnius C.Par.39.2, de la estrella de los Reyes Mayos, Gr.Naz.M.37.429A.
2 que empieza a ver la luz de un ciego curado, Nonn.Par.Eu.Io.9.17.
German (Pape)
[Seite 362] ές, eben wieder erscheinend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιφαής: -ές, ὁ ἄρτι ἀνακτησάμενος τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ, Νόνν. μετάφ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 88. ΙΙ. ἐπὶ τῆς σελήνης, ἡ ἄρτι ἀρξαμένη λάμπειν, μήνη ἀρτιφαὴς σέλας ὑγρὸν ἀποστίλβουσα ὁ αὐτ. Δ. 5. 165.
Greek Monolingual
ἀρτιφαής, -ές (AM)
αυτός που τώρα μόλις άρχισε να λάμπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής)].