ὑμνητός: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />digne | |btext=ή, όν :<br />digne d'être chanté <i>ou</i> célébré.<br />'''Étymologie:''' [[ὑμνέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:55, 11 December 2022
English (LSJ)
ή, όν, sung of, praised, lauded, εὐδαίμων καὶ ὑ. Pi.P.10.22, cf. 11.61, LXX Da.3.56.
German (Pape)
[Seite 1178] adj. verb. von ὑμνέω, besungen, gepriesen, preiswürdig; Pind. ἀνὴρ εὐδαίμων καὶ ὑμνητός, P. 10, 22, vgl. 11, 61.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'être chanté ou célébré.
Étymologie: ὑμνέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνητός: [adj. verb. к ὑμνέω достойный прославления (ἀνήρ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐξυμνούμενος, ἐπαινούμενος, εὐδαίμων καὶ ὑμν. Πινδ. Π. 10. 34, πρβλ. 11. 93.
English (Slater)
ὑμνητός celebrated in song εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς (P. 10.22) Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα (P. 11.61)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑμνῶ
αυτός που εξυμνείται, που επαινείται.
Greek Monotonic
ὑμνητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ὑμνέω, εξυμνούμενος, εγκωμιαζόμενος, δοξολογούμενος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ὑμνητός, ή, όν verb. adj. of ὑμνέω
sung of, praised, lauded, Pind.