λογοκλόπος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
mNo edit summary |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται [[ξένη]] συγγραφική και γενικώς πνευματική [[εργασία]] και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί [[ξένα]] συγγράμματα [[χωρίς]] να τά αναφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο<br />αυτός που ιδιοποιείται [[ξένη]] συγγραφική και γενικώς πνευματική [[εργασία]] και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί [[ξένα]] συγγράμματα [[χωρίς]] να τά αναφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λογο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), [[πρβλ]]. [[αρχαιοκλόπος]], [[βιβλιοκλόπος]]. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[plagiarist]]=== | |||
Bulgarian: плагиат; Catalan: plagiari; Chinese Mandarin: 剽竊者, 剽窃者, 抄襲者, 抄袭者; Czech: plagiátor; Finnish: plagioija; Georgian: პლაგიატორი; German: [[Plagiator]], [[Plagiatorin]]; Greek: [[λογοκλόπος]]; Occitan: plagiari; Polish: plagiator, plagiatorka; Portuguese: [[plagiador]], [[plagiário]]; Spanish: [[plagiador]], [[plagiario]]; Swedish: fuskare, plagiator; Telugu: ఛాయాచోరకవి; Turkish: intihalci | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:17, 16 December 2022
Greek Monolingual
ο
αυτός που ιδιοποιείται ξένη συγγραφική και γενικώς πνευματική εργασία και τήν παρουσιάζει ως δική του, αυτός που λεηλατεί ξένα συγγράμματα χωρίς να τά αναφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. αρχαιοκλόπος, βιβλιοκλόπος. Η. λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
Translations
plagiarist
Bulgarian: плагиат; Catalan: plagiari; Chinese Mandarin: 剽竊者, 剽窃者, 抄襲者, 抄袭者; Czech: plagiátor; Finnish: plagioija; Georgian: პლაგიატორი; German: Plagiator, Plagiatorin; Greek: λογοκλόπος; Occitan: plagiari; Polish: plagiator, plagiatorka; Portuguese: plagiador, plagiário; Spanish: plagiador, plagiario; Swedish: fuskare, plagiator; Telugu: ఛాయాచోరకవి; Turkish: intihalci