ξεδιαντροπιά: Difference between revisions
(27) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξαδιαντροπιά]], η [[ξεδιάντροπος]]<br /><b>1.</b> [[παντελής]] [[έλλειψη]] ντροπής, αδιαντροπιά<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[θρασύτητα]]. | |mltxt=και [[ξαδιαντροπιά]], η [[ξεδιάντροπος]]<br /><b>1.</b> [[παντελής]] [[έλλειψη]] ντροπής, αδιαντροπιά<br /><b>2.</b> [[μεγάλη]] [[θρασύτητα]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[shamelessness]]=== | |||
Armenian: անամոթություն; Azerbaijani: arsızlıq, utanmazlıq, utanmamazlıq, abırsızlıq, həyasızlıq; Catalan: desvergonyiment; Esperanto: senhonteco; Finnish: häpeämättömyys; French: [[dévergondage]], [[impudicité]]; Georgian: უსირცხვილობა; Greek: [[αδιαντροπιά]], [[ξεδιαντροπιά]], [[ανεντροπιά]], [[ξετσιπωσιά]], [[ξετσίπωμα]], [[έλλειψη τσίπας]], [[έλλειψη ντροπής]], [[αναισχυντία]], [[αναισχυντηλία]], [[αποθράσυνση]], [[αναίδεια]]; Ancient Greek: [[ἀδιατρεφία]], [[ἀδιατρεψία]], [[ἀναγωγία]], [[ἀναίδεια]], [[ἀναιδείη]], [[ἀναισχύντημα]], [[ἀναισχυντία]], [[ἀνδρεία]], [[ἀπόνοια]], [[ἀχρωμία]], [[βδελυρία]], [[παρρησία]], [[τὸ ἀναιδές]], [[τὸ ἀναίσχυντον]]; Hungarian: szégyentelenség; Irish: neamhnáire, mínáire, ainfhéile; Italian: [[spudoratezza]], [[inverecondia]]; Japanese: 厚顔無恥; Korean: 파렴치, 몰염치; Latin: [[impudentia]]; Norwegian Bokmål: skamløshet; Ottoman Turkish: عارسزلق; Polish: bezpruderyjność, bezwstyd, bezwstydność; Portuguese: [[impudor]], [[despudor]]; Russian: [[бесстыдство]]; Spanish: [[sinvergonzonería]], [[desvergüenza]], [[desfachatez]]; Turkish: yüzsüzlük | |||
}} | }} |
Revision as of 15:59, 26 December 2022
Greek Monolingual
και ξαδιαντροπιά, η ξεδιάντροπος
1. παντελής έλλειψη ντροπής, αδιαντροπιά
2. μεγάλη θρασύτητα.
Translations
shamelessness
Armenian: անամոթություն; Azerbaijani: arsızlıq, utanmazlıq, utanmamazlıq, abırsızlıq, həyasızlıq; Catalan: desvergonyiment; Esperanto: senhonteco; Finnish: häpeämättömyys; French: dévergondage, impudicité; Georgian: უსირცხვილობა; Greek: αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, ανεντροπιά, ξετσιπωσιά, ξετσίπωμα, έλλειψη τσίπας, έλλειψη ντροπής, αναισχυντία, αναισχυντηλία, αποθράσυνση, αναίδεια; Ancient Greek: ἀδιατρεφία, ἀδιατρεψία, ἀναγωγία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναισχύντημα, ἀναισχυντία, ἀνδρεία, ἀπόνοια, ἀχρωμία, βδελυρία, παρρησία, τὸ ἀναιδές, τὸ ἀναίσχυντον; Hungarian: szégyentelenség; Irish: neamhnáire, mínáire, ainfhéile; Italian: spudoratezza, inverecondia; Japanese: 厚顔無恥; Korean: 파렴치, 몰염치; Latin: impudentia; Norwegian Bokmål: skamløshet; Ottoman Turkish: عارسزلق; Polish: bezpruderyjność, bezwstyd, bezwstydność; Portuguese: impudor, despudor; Russian: бесстыдство; Spanish: sinvergonzonería, desvergüenza, desfachatez; Turkish: yüzsüzlük